αραιωτικός

αραιωτικός
-ή, -ό
1. αυτός που προκαλεί αραίωση
2. χημ. (το ουδ. ως ουσ. στον πληθ.) αραιωτικά, τα
αδρανείς ουσίες που προστίθενται σε άλλες ουσίες ή διαλύματα με σκοπό να αυξήσουν τον όγκο των τελευταίων και να ελαττώσουν έτσι την περιεκτικότητά τους ανά μονάδα όγκου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αραιωτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην αραίωση: Το πιο πρόχειρο αραιωτικό για τα υγρά είναι το νερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀραιωτικά — ἀραιωτικός of neut nom/voc/acc pl ἀραιωτικά̱ , ἀραιωτικός of fem nom/voc/acc dual ἀραιωτικά̱ , ἀραιωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιωτικῶν — ἀραιωτικός of fem gen pl ἀραιωτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιωτικόν — ἀραιωτικός of masc acc sg ἀραιωτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιωτικοῖς — ἀραιωτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιωτικοί — ἀραιωτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιωτικῆς — ἀραιωτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιωτική — ἀραιωτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιωτικήν — ἀραιωτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιωτικάς — ἀραιωτικά̱ς , ἀραιωτικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”